- νάφθα
- νάφθα, η και νάφθη, η1. (χημ.), πτητικό υγρό, συστατικό του ακάθαρτου πετρελαίου.2. το ακάθαρτο πετρέλαιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νάφθα — νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc/acc dual νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc sg (doric aeolic) νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc nom/voc/acc dual νάφθας naphtha masc voc sg νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc gen sg (doric aeolic) νάφθας naphtha masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθᾳ — νάφθαι , νάφθα naphtha fem nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθα naphtha fem dat sg (doric aeolic) νάφθαι , νάφθας naphtha masc nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθας naphtha masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθα — Όρος που χρησιμοποιείται γενικά για τα καύσιμα ορυκτά έλαια. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως ν. το καύσιμο έλαιο, που εναποθηκεύεται σε μεγάλες και μικρές δεξαμενές ή μεταφέρεται σε βυτία ή τροφοδοτεί τους καυστήρες των λεβήτων και των καμίνων καθώς… … Dictionary of Greek
νάφθας — νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem acc pl νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem gen sg (doric aeolic) νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc acc pl νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθαν — νάφθᾱν , νάφθα naphtha fem acc sg (doric aeolic) νάφθᾱν , νάφθας naphtha masc acc sg (epic doric aeolic) νάφθας naphtha masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθης — νάφθα naphtha fem gen sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθῃ — νάφθα naphtha fem dat sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
νάφθας — νάφθας, ὁ (Α) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού νάφθα (βλ. και άφθα)] … Dictionary of Greek
νάφθον — νάφθον, τὸ (Μ) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νάφθα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek